Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
absolutely /ˌabsəˈlo͞otlē/ = ADVERB: απολύτως, απόλυτα; USER: απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε, οπωσδήποτε

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
acquisition /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
activity /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα; USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση

GT GD C H L M O
advancing /ədˈvɑːn.sɪŋ/ = VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; USER: προώθηση, την προώθηση, προώθηση της, προωθούν, προχωρεί

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
attempts /əˈtempt/ = NOUN: απόπειρα; VERB: επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω; USER: προσπάθειες, απόπειρες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, επιχειρεί

GT GD C H L M O
awareness /əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης; USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
branding /ˈbræn.dɪŋ/ = VERB: στιγματίζω; USER: επωνυμίας, σήματα, σημάτων, επωνυμία, μαρκάρισμα

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
commercial /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; NOUN: εμπορική διαφήμηση; USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
cultivating /ˈkʌl.tɪ.veɪt/ = VERB: καλλιεργώ; USER: καλλιέργεια, καλλιεργώντας, την καλλιέργεια, καλλιεργούν, καλλιέργειας

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
definition /ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα; USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
difference /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
distinct /dɪˈstɪŋkt/ = ADJECTIVE: σαφής, ευδιάκριτος, ξεχωριστός, ευκρινής; USER: σαφής, ξεχωριστή, διαφορετικές, διακριτές, διακριτή

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
entity /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας

GT GD C H L M O
essentially /ɪˈsen.ʃəl.i/ = USER: κατ 'ουσίαν, ουσιαστικά, ουσίαν, κυρίως

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
expand /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επεκτείνουν, επέκταση, να επεκτείνουν, την επέκταση, επεκτείνει

GT GD C H L M O
expansion /ɪkˈspæn.ʃən/ = NOUN: επέκταση, διεύρυνση, διαστολή, εξάπλωση, έκταση, αποτόνωση; USER: επέκταση, διαστολή, διεύρυνση, επέκτασης, την επέκταση

GT GD C H L M O
exploit /ɪkˈsplɔɪt/ = VERB: εκμεταλλεύομαι; NOUN: ανδραγάθημα; USER: εκμεταλλεύονται, αξιοποίηση, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, εκμεταλλευτεί

GT GD C H L M O
firms /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, εταιρείες, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
followed /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forming /fôrm/ = VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: σχηματίζοντας, σχηματίζουν, αποτελούν, που αποτελούν, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
gain /ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια; VERB: κερδίζω, αποκτώ; USER: κέρδος, αποκτήσουν, κερδίσει, κερδίσουν, αποκτήσει

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
guarantee /ˌɡær.ənˈtiː/ = NOUN: εγγύηση, εγγυητής; VERB: εγγυώμαι; USER: εγγύηση, εγγυηθεί, εγγυάται, εγγυώνται, εξασφαλιστεί

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
identifies /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίζει, εντοπίζει, αναγνωρίζει, ταυτοποιεί, επισημαίνει

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
identifying /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορισμό, τον προσδιορισμό, προσδιορίζοντας, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
indirect /ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος; USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων

GT GD C H L M O
industries /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες

GT GD C H L M O
integral /ˈɪn.tɪ.ɡrəl/ = NOUN: ολοκλήρωμα; ADJECTIVE: ακέραιος, ολοκληρωτικός, αναπόσπαστος, ολόκληρος; USER: ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενσωματωμένη, ενιαίο, ενσωματωμένο

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interpersonal /ˌintərˈpərsənəl/ = USER: διαπροσωπικές, διαπροσωπική, διαπροσωπικών, διαπροσωπικής, τις διαπροσωπικές

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
investor /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές

GT GD C H L M O
involves /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: περιλαμβάνει, συνεπάγεται, περιλαμβάνει την, αφορά, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manner /ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος; USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
markets /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
message /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
negotiation /nəˌɡəʊ.ʃiˈeɪ.ʃən/ = NOUN: διαπραγμάτευση; USER: διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
objectives /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offerings /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορές, αφιερώματα, προσφορών, τις προσφορές, προσφορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
partnerships /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεργασίες, συμπράξεις, εταιρικές σχέσεις, συνεργασιών, συμπράξεων

GT GD C H L M O
persuade /pəˈsweɪd/ = VERB: πείθω, παραπείθω; USER: πείσει, πείσουν, να πείσει, πείσει τους, πείσουμε, πείσουμε

GT GD C H L M O
persuasion /pəˈsweɪ.ʒən/ = NOUN: πειστικότητα, κατάπειση; USER: πειστικότητα, πειθούς, πειθώ, την πειθώ, πεποιθήσεων

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
primarily /praɪˈmer.ɪ.li/ = ADVERB: πρωτίστως, αρχικά; USER: πρωτίστως, αρχικά, κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο

GT GD C H L M O
proactively /ˌprəʊˈæk.tɪv/ = USER: προληπτικά, ενεργά, προληπτική, προτέρων, προορατικό

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
promotes /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
pursuing /pəˈsjuː/ = VERB: επιδιώκω, ακολουθώ, καταδιώκω; USER: επιδίωξη, επιδιώκουν, την επιδίωξη, που επιδιώκουν, επιδιώκει

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
refer /riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται

GT GD C H L M O
refers /rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: αναφέρεται, παραπέμπει, αναφέρει, αφορά, αναφέρονται

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
segments /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
sense /sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση; VERB: διαισθάνομαι; USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα

GT GD C H L M O
sentiment /ˈsen.tɪ.mənt/ = NOUN: συναίσθημα, αίσθημα; USER: συναίσθημα, αίσθημα, γνώμη, η γνώμη, κλίμα

GT GD C H L M O
separate /ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός; VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
sets /set/ = NOUN: σκηνικά; USER: σύνολα, σετ, συνόλων, σειρές, ομάδες, ομάδες

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
strategic /strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό

GT GD C H L M O
strategies /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
tactic /ˈtæk.tɪk/ = NOUN: τακτική; USER: τακτική, τακτικής, τακτική για, τακτική που, η τακτική

GT GD C H L M O
targeting /ˈtɑː.ɡɪt/ = USER: στόχευση, στόχευσης, στοχοθέτηση, στόχο, στοχεύουν

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
typically /ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς

GT GD C H L M O
underpin /ˌʌn.dəˈpɪn/ = VERB: υποστηρίζω, θεμελιώ; USER: στηρίζουν, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρίζουν, στηρίξει

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
usually /ˈjuː.ʒu.ə.li/ = ADVERB: συνήθως; USER: συνήθως, που συνήθως, κανόνα, κανόνα

GT GD C H L M O
utilize /ˈjuː.tɪ.laɪz/ = VERB: χρησιμοποιώ; USER: χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσετε

GT GD C H L M O
vary /ˈveə.ri/ = VERB: ποικίλλω, διαφέρω, αλλάσσω; USER: ποικίλλουν, ποικίλλει, ποικίλουν, ποικίλει, διαφέρουν

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

GT GD C H L M O
y /waɪ/ = USER: y, γ, ομάδα, στην ομάδα, και στην ομάδα,

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

200 words